πυρολατρικός

πυρολατρικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρολατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρολάτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Θρ. Ζουμπουλίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυρολατρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρολατρία: Πυρολατρικές τελετές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”